Χάρμος

Χάρμος
Χάρμος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χάρμε — Χάρμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάρμον — Χάρμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάρμου — Χάρμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάρμων — Χάρμος masc gen pl Χάρμων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενέχαρμος — μενέχαρμος, ον (Α) μενεφύλοπις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + χαρμος (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. πολύ χαρμος] …   Dictionary of Greek

  • πολύχαρμος — Έλληνας γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Κατά τον Πλίνιο, ήταν ο κατασκευαστής δύο μαρμάρινων αγαλμάτων της Αφροδίτης, που την παρουσίαζαν να λούζεται ορθή. Αντίγραφα των έργων θεωρούνται δύο αγάλματα που βρίσκονται στη στοά της Οκταβίας στη Ρώμη από τα… …   Dictionary of Greek

  • Χάρμ' — Χάρμι , Χάρμις fem voc sg Χάρμε , Χάρμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”